δωδεκαπλούς

δωδεκαπλούς
-ή, -ούν (AM δωδεκαπλοῡς -oῡv)
1. δωδεκαπλάσιος
2. αυτός που αποτελείται από δώδεκα όμοια μέρη ή παρουσιάζει δώδεκα όψεις («δωδεκαπλούν άνθος, σύστημα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”